- μεσονύχτι
- και μεσανύχτι, τοη δωδέκατη νυκτερινή ώρα, το μεσονύκτιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)-* + νύχτα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεσονύχτι — το ιού, το μέσο της νύχτας, τα μεσάνυχτα: Έκλαιγε ως το μεσονύχτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεσάνυχτα — τα 1. (με άρθρ. ή χωρίς άρθρ.) επίρρ. κατά την ώρα τού μεσονυκτίου («μάς ήρθε μεσάνυχτα, ζαλισμένος μάλιστα») 2. το μέσο τής νύχτας, η 12η νυκτερινή ώρα, το μεσονύχτι («αρματωμένους καβαλλάρηδες που τα μεσάνυχτα περνούν», δημ. τραγούδι) 3. (κατ… … Dictionary of Greek
μεσανύχτι — το βλ. μεσονύχτι … Dictionary of Greek
μεσονύκτιο — και μεσονύχτι, το (ΑM μεσονύκτιον και μεσανύκτιον, Μ και μεσονύχτιον) το μέσο τής νύχτας, η δωδέκατη νυκτερινή ώρα, τα μεσάνυχτα («καὶ ἐκοιμήθη Σαμψὼν ἕως μεσονυκτίου», ΠΔ) νεοελλ. 1. (ειδικά στην αλληγορική φρασεολογία τών τεκτόνων) το τέρμα τής … Dictionary of Greek
μεσάνυχτα — τα άκλ. 1. το μέσο της νύχτας, το μεσονύχτι. 2. φρ., «Έχει (μαύρα) μεσάνυχτα», αγνοεί τα πάντα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεσο- — και μεσό , α συνθετικό λέξεων που δηλώνει αυτό που βρίσκεται στη μέση ή μεταξύ: Μεσοπόλεμος, μεσονύχτι,μεσοκαλόκαιρο, μεσοπέλαγα κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)